σηραγγώδης

σηραγγώδης
σηραγγώδης, ες,
A full of holes or caverns,

Ἴδη Paus.10.12.4

, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53.
2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.;

θηλαί Sor.1.88

;

νεῦρον Gal.10.968

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σηραγγώδης — full of holes masc/fem acc pl (attic epic doric) σηραγγώδης full of holes masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σηραγγώδης full of holes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδης — ες, / σηραγγώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σῆραγξ, αγγος] (για όργανα τού σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ. γ. «σηραγγῶδες νεῡρον»,… …   Dictionary of Greek

  • σηραγγώδη — σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σηραγγώδης full of holes masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγωδέστατον — σηραγγώδης full of holes masc acc superl sg σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγῶδες — σηραγγώδης full of holes masc/fem voc sg σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεα — σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σηραγγώδης full of holes masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεις — σηραγγώδης full of holes masc/fem acc pl σηραγγώδης full of holes masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγωδέστερα — σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγωδῶν — σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεσι — σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεσιν — σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”